16 Αυγούστου 2017

Η τουριστική έκρηξη έχει και πολλούς… αστερίσκους



Πώς έχουν προκύψει οι εντυπωσιακές –τουλάχιστον σχετικά με τις αφίξεις– επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού τα τελευταία χρόνια; Είναι προϊόν μιας συντονισμένης στρατηγικής ή συγκυριακό φαινόμενο, που δεν έχει υποστηριχθεί από τις αναγκαίες παρεμβάσεις οι οποίες θα διασφάλιζαν τη βιωσιμότητα και τη διάρκεια;



Το περασμένο έτος καταρρίφθηκε για ακόμη μία φορά το ρεκόρ τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας: 24,7 εκατομμύρια άτομα επισκέφθηκαν την Ελλάδα για διακοπές (εξαιρουμένων των επιβαινόντων σε κρουαζιερόπλοια), με τα έσοδα από τον τουρισμό να φτάνουν τα 13,2 δισ. ευρώ. Η συνολική τουριστική κίνηση ήταν αυξημένη κατά 7,5% σε σύγκριση με το 2015 – αλλά τα έσοδα ήταν μειωμένα κατά 6,5%. Η ανάλυση των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος εξηγεί το γιατί: η μέση δαπάνη κατά κεφαλήν μειώθηκε κατά 13% (στα 470,5 ευρώ). Η ίδια τάση (αύξηση αφίξεων, μείωση κατά κεφαλήν δαπανών) δείχνει να συνεχίζεται και φέτος.

Το 2011, όταν δημοσιεύθηκε η γνωστή μελέτη της McKinsey («Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά») που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα επεξεργασμένο πλέγμα προτάσεων για την επόμενη μέρα της τουριστικής πολιτικής της χώρας, οι αφίξεις από το εξωτερικό ήταν 16,4 εκατ., ωστόσο η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη έφτανε τα 639 ευρώ. Τα συνολικά έσοδα από τον τουρισμό ήταν 10,5 δισ. ευρώ. Εκτοτε, παρότι έχει τεθεί ως κεντρικός στόχος η προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού εύπορων τουριστών (η μελέτη της PricewaterhouseCoopers για τον ΣΕΤΕ ορίζει τους εύπορους ως εκείνους που δαπανούν 1.500 ευρώ ή περισσότερα ανά ταξίδι), οι κατά κεφαλήν δαπάνες μειώνονται κάθε χρόνο.

Καθίζηση επενδύσεων

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος δηλώνει στην «Κ» ότι βασικός λόγος που δεν έχει καταφέρει η Ελλάδα να αλλάξει το μείγμα των αφίξεων είναι η καθίζηση των επενδύσεων. Στον ιδιωτικό τομέα «κάτι γίνεται», σημειώνει, «παρότι ο επενδυτικός νόμος είναι παγωμένος εδώ και δύο χρόνια». Οι δημόσιες υποδομές «έχουν μείνει πολύ πίσω», προσθέτει, «ενώ ο ανταγωνισμός, π.χ. η Τουρκία, τρέχει».

Ο Αρης Ικκος, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, σημειώνει ότι η έκθεση της McKinsey, παρότι «αποτέλεσε τομή για τον στρατηγικό σχεδιασμό του ελληνικού τουρισμού, υπερεκτίμησε την πιθανή ζήτηση εύπορων τουριστών για το ελληνικό τουριστικό προϊόν». Επιπλέον σημείωσε ότι δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες κινήσεις, ώστε να ενισχυθούν δραστηριότητες όπως ο πολιτιστικός τουρισμός, όπου η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλό μερίδιο αγοράς και που δεν απαιτεί ιδιαίτερες επενδύσεις. «Εκτός από την προσέλκυση ατόμων μεγαλύτερης οικονομικής επιφάνειας», εξηγεί, «ο πολιτιστικός τουρισμός χαρακτηρίζεται από γεωγραφική διασπορά και είναι μία περιβαλλοντικά βιώσιμη μορφή τουρισμού». Επιπλέον, τονίζει, καταπολεμά την εποχικότητα, που είναι ένας ακόμα πάγιος στόχος που δεν έχει επιτευχθεί. Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, η εποχικότητα έχει αυξηθεί αντί να μειωθεί σε σχέση με το 2011. Τότε, το 52% των αφίξεων από το εξωτερικό καταγραφόταν στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου. Το αντίστοιχο ποσοστό πέρυσι ήταν 56%.

Κατά τα άλλα, οι φορείς του τουρισμού διαμαρτύρονται για την υψηλή φορολογία, που πλήττει ευθέως την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος. «Δεν είναι μόνο ο ΦΠΑ», σημειώνει ο κ. Ικκος. «Ο φόρος διαμονής μπορεί να κάνει τη διαφορά για τη βιωσιμότητα ενός ξενοδοχείου – και σίγουρα για την επιλογή τού πότε θα ανοίξει».

Ελλειψη σπουδών

Ενα άλλο κρίσιμο μέτωπο για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού είναι αυτό της εκπαίδευσης. Παρότι είχε τεθεί επανειλημμένως στο παρελθόν ως στόχος, μόλις φέτος θα λειτουργήσουν για πρώτη φορά τμήματα τουριστικών σπουδών σε δύο ΑΕΙ (Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Πανεπιστήμιο Αιγαίου), με σκοπό την κατάρτιση διοικητικών στελεχών τουριστικών επιχειρήσεων. «Τόσο καιρό, παιδιά που ήθελαν να απασχοληθούν μόνιμα στον τουρισμό δεν μπορούσαν να σπουδάσουν στη χώρα τους και έφευγαν στο εξωτερικό. Καμία κυβέρνηση δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα», σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος. Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, όπως αναφέρουν στην «Κ» στελέχη που ασχολούνται με την οργάνωση του νέου τμήματος, προβλέπεται από το τρίτο έτος να διδάσκουν και στελέχη της αγοράς σε μαθήματα επιλογών, αρκεί να είναι κάτοχοι διδακτορικού.

Καθημερινή